- γόμφους
- γόμφοςboltmasc acc plγομφόωfasten with boltsimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγόμφωτος — η, ο (Α ἀγόμφωτος, ον) [γομφῶ] αυτός που δεν έχει συναρμοστεί με γόμφους, δηλαδή με ξύλινα ή μεταλλικά καρφιά νεοελλ. (για δόντια) αυτός που δεν είναι καλά στερεωμένος … Dictionary of Greek
απογομφώ — ἀπογομφῶ ( όω) (Μ) βγάζω τους γόμφους, τα καρφιά, ξεκαρφώνω … Dictionary of Greek
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek
γομφώδης — γομφώδης, ες (AM) μσν. αυτός που μοιάζει με γόμφο, με καρφί αρχ. στερεωμένος με γόμφους, αρθρωτός … Dictionary of Greek
γόμφωση — η (AM γόμφωσις) [γομφώ] στερέωση με γόμφους νεοελλ. 1. η άρθρωση τής ρίζας τών δοντιών με το φατνίο 2. μεταλλικό κατασκεύασμα που στερεώνεται στο ποδόστυμα τού πλοίου … Dictionary of Greek
εγγομφώνω — και εγγομφώ (AM ἐγγομφῶ, όω)·συνδέω με γόμφους, καρφώνω … Dictionary of Greek
επιγόμφωσις — ἐπιγόμφωσις, η (Μ) σύνδεση, συναρμογή με γόμφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γόμφωσις (< γόμφος «πάσσαλος»)] … Dictionary of Greek
καλλίγομφος — καλλίγομφος, ον (Μ) αυτός που έχει ωραίους γόμφους, ωραία καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γομφος (< γόμφος «καρφί»), πρβλ. κροτησί γομφος, χαλκεό γομφος] … Dictionary of Greek
μεταγομφώ — μεταγομφῶ, όω (Μ) μεταβάλλω κάτι σε γόμφους, σε καρφιά («εἰς ὅπλα καὶ βέλη τοὺς ἑαυτῶν ὀδόντας μεταγομφοῡντες», Νικ. Χωκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + γομφῶ «καρφώνω»] … Dictionary of Greek
οξίνα — ὀξινα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐργαλεῑόν τι γεωργικὸν σιδηροῡς γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. που ανάγεται σε IE *ogetā «σβάρνα» και συνδέεται με λατ. occa, αρχ. γαλατ. ocet, βρετον. oged, αρχ. άνω γερμ. egida, λιθουαν … Dictionary of Greek